Μία απο τις μεγαλύτερες, φρικτές και όμως όχι τόσο γνωστές-στον ευρύ κόσμο- Γενοκτονία είναι αυτή των Ποντίων από τους Νεότουρκους που έγινε συστηματικά κατά τη περίοδο 1914-1923. Εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 326.000-382.000 Ελλήνων. Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως Γενοκτονία από το ελληνικό κράτος, την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία,ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, την Σερβία, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ και την Αυστραλία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Θεωρείται τμήμα της ενιαίας Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις πρώτες σύγχρονες Γενοκτονίες. Ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα, το οποίο η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνικού λαού. Η Γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Εδώ ακολουθούν αποσπάσματα απο διαφορετικά βιβλία και άρθρα που εξασφάλισαν μαρτυρίες από ανθρώπους που βίωσαν τις φρικτές και βάναυσες πρακτικές των Νεότουρκων με αποτέλεσμα τον αφανισμό του ποντιακού λαού.
Απόσπασμα απο το βιβλίο του Χάρη Τσιρκινίδη “Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντο”.
Η μαρτυρία είναι του θείου του Ευριπίδη:
“Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν”.
Απόσπασμα απο το βιβλίο του Σάββα Κανταρτζή όπου περιγράφει τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη:
Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν Τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κιαι έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Και όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κιαι οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό και αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους και άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.
Απόσπασμα απο τη καταγραφή της μαρτυρίας του Οουελ, επικεφαλής της Αμερικανικής Επιτροπής που έζησε τα γεγονότα και τα κατέγραψε σε εκθέσεις για την κυβέρνησή του, περιγράφει:
“Από τους 30.000 εκτοπισθέντες Ελληνες εκ των παραλίων του Πόντου το 1921 στο Χαρπούτ, έφτασαν μόλις 5.000! Οι άλλοι εκτελέστηκαν ή πέθαναν στον δρόμο της εξορίας. Μετρήσαμε καθ’ οδόν 3.000 πτώματα κατά μήκος των οδών, βορά των σκύλων, των λύκων και των γυπαετών, διότι οι Τούρκοι απαγορεύουν στους συγγενείς τους να τους θάψουν. Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες προβαίνουν σε ανήκουστους βιασμούς γυναικών και παρθένων, τις οποίες εγκαταλεί πουν ημιθανείς για να αποθάνουν επί των οδών “για να ψοφήσουν εκεί”, όπως έλεγαν. Είναι τόσο απερίγραπτος ο κυνισμός τους, που ομολογούν ότι μέσα από τις μάζες των εκτοπισμένων συλλαμβάνουν γυναίκες και τις οδηγούν στα χαρέμια τους”.
Απόσπασμα απο τη μαρτυρία της Εθελ Τόμπσον, διάσημης Αμερικανίδας δημοσιογράφου που ήταν αυτόπτης μάρτυς, έγραψε:
“Καθ’ οδόν συναντούσαμε ομίλους γερόντων, παιδιών, σε μια ατέλειωτη πορεία μαρτυρίου, όπου έπεφταν νεκροί από την εξάντληση και από τα χτυπήματα των συνοδών Τούρκων. Οι περισσότεροι εκλιπαρούν τον θάνατον. Στην πόλη Μεζερέχ ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών, μαζεμένων σε κύκλο. Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογά τους- χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Τα παιδάκια έσκυβαν κι έβαζαν τα χεράκια τους πάνω στο κεφάλι για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα. Μία μητέρα που όρμησε για να σώσει το παιδί της δέχτηκε το ξίφος στην καρδιά κι έπεσε κατά γης. Πάθαμε νευρική κρίση! Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων. Η Αμερικανική Υπηρεσία υπολογίζει τους Ελληνες που εξολόθρευσαν οι Τούρκοι στη Σεβάστεια σε τριάντα χιλιάδες!”.
Γενοκτονία Ποντίων: Με “σφραγίδα” Deutsche Bank !Πως τη χρηματοδότησε;
Ανέκαθεν, η Γερμανία ασκούσε μεγάλη επιρροή στις πράξεις και τις αποφάσεις των λιγότερο δυνατών χωρών ή προσέφερε αρωγή κάθε είδους σε αυτές για την εκτέλεση κάποιου σχεδίου που άμεσα ή ακόμα και έμμεσα θα της προσέφερε εξίσου κέρδη.
Έτσι, καθόλου εντύπωση δεν προκαλεί το γεγονός-που δεν είναι και ιδιαίτερα γνωστό- ότι η Γερμανία βοήθησε με κάποιο τρόπο την γενοκτονία των Ποντίων που εκτελέστηκε απο τους Νεότουρκους. Οι σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας ήταν ανέκαθεν καλές και δεν χαρακτηρίζονται από πραγματικές εντάσεις.
Η Γερμανία λοιπόν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην γενοκτονία των Ποντίων μέσω της χρηματοδότησης που έκανε η Deutsche Bank.
Ο ρόλος της Deutsche Bank
Όπως προαναφέραμε, η Γερμανία έχει επενδύσει με διάφορους τρόπους στην Τουρκία. Ένας απ’ αυτούς είναι ο έλεγχος του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας. Όμως, οι Γερμανοί δεν σταμάτησαν στην επένδυση αυτή. Η ίδια ήθελε να έχει και την εποπτεία σε οικονομικά και τραπεζοπιστωτικά ζητήματα. Έτσι, προτείνει το 1904 την ίδρυση μιας Τράπεζας Ανατολής, όπως θα ονομαζόταν, στην οποία η πλειοψηφία θα αποτελούνταν απο Έλληνες εκπροσώπους. Το σχέδιο προχώρησε και το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα θετικό, ειδικά για την Ελλάδα που εκείνη την περίοδο παρήκμαζε εμπορικά και συνεπώς οικονομικά. Εξαιτίας της θετικής αυτής εξέλιξης που είχε και ως συνέπεια την αύξηση τπυ μετοχικού κεφαλαίου, η Γερμανία αθέτησε την αρχική συμφωνία και απαίτησε την πλειοψηφία του Συμβουλίου. Αποτέλεσμα: ρήξη μεταξύ των δύο χωρών, κάτι όμως που καθόλου δεν δυσαρέστησε τη Γερμανία με δεδομένο ότι ήδη αναπτυσσόταν στην Αίγυπτο και την Τουρκία και ήλεγχαν το τραπεζικό τους σύστημα. Τότε ακριβώς γεννήθηκε η περίφημη τράπεζα Deutsche Bank, με τα αρχικά ελληνικά κεφάλαια, η οποία ανοίγει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα 200 υποκαταστήματα και αρχίζει να προσφέρει άφθονο χρήμα για επενδύσεις στην Τουρκία. Παράλληλα σε όλη την Τουρκία γίνεται μποικατάζ στα ελληνικά προϊόντα και το ελληνικό εμπόριο που γνώριζε άνθιση διώκεται.
Η γενοκτονία των Ποντίων χρηματοδοτήθηκε απο την Deutsche Bank
Η συνεργασία της Γερμανίας και της Τουρκίας κατέληξε σε μια εθνική για μας τραγωδία: την γενοκτονία των Ποντίων από τους Νεότουρκους και την οικονομική αρωγή της Γερμανίας. Η βοήθεια της Γερμανίας στο μεθοδευμένο σχέδιο της Τουρκίας ήταν σε όλα τα επίπεδα σύμφωνα με πηγές. Για παράδειγμα, οι γερμανικές ακτοπλοϊκές εταιρείες είχαν εκδώσει ανακοίνωση στην οποία δήλωναν ότι τα μέλη των Νεότουρκων μπορούν να ταξιδεύον δωρεάν. Ιστορικές πήγες γράφουν χαρακτηριστικά “η Deutsche Bank παρέχει άφθονα κεφάλαια στο κίνημα των Νεοτούρκων. Ο Γερμανισμός τους παρέχει όλα τα μέσα, αφού η Πανισλαμική πολιτική είναι τέκνο της Πανγερμανικής”. Ο Μιχαήλ Ροδάς, αναφέρει γλαφυρά πως όσα έγιναν και κατέληξαν σε αυτή την τραγωδία του ελληνισμού “γίνονταν χωρίς θόρυβο, με πρόγραμμα, με σύστημα και αφάνταστη υπομονή”, τα διαχρονικά δηλαδή χαρακτηριστικά της πολιτικής των Γερμανών. Τέλος, χαρακτηριστικό είναι ότι και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Γερμανίας είχε παραδεχτεί δημοσίως στις 23 Απριλίου του 2015 την εμπλοκή τους στη γενοκτονία των Ποντίων δηλώνοντας: “έχουμε και εμείς ευθύνη για τα τραγικά γεγονότα της εποχής εκείνης”.
Η Γενοκτονία των Ποντίων, 1916-1923, με περισσότερους από 350.000 νεκρούς αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας. Η διεθνής Κοινότητα αναγνώρισε άμεσα ή έμμεσα τις άλλες δύο γενοκτονίες του αιώνα μας, των Εβραίων και Αρμενίων. Η γενοκτονία των Ποντίων έχει τις ίδιες ποσοτικές και ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, δυστυχώς όμως είναι λησμονημένη από τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς.
Ιστορική διαδρομή Ποντιακού Ελληνισμού
Ο Ελληνισμός του Πόντου σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία χρονολογείται από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Είχε δε την εξής διαδρομή. Ίωνες Αθηναίοι κατέλαβαν τον 11ο π.Χ. αιώνα την περιοχή που πήρε την ονομασία Ιωνία λόγω της καταγωγής των νέων εποίκων. Οι Ίωνες κατέστησαν την Μίλητο μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη και τα πλοία της διέσχιζαν αρχικά όλη τη Μεσόγειο. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο εγκαθιστώντας νέες αποικίες.
Τον 8ο π.Χ. αι. Μιλήσιοι ιδρύουν η Σινώπη η οποία γρήγορα γίνεται μεγάλο εμπορικό λιμάνι και ισχυρή ναυτική δύναμη. Με τη σειρά της η Σινώπη δημιουργεί νέες αποικίες-πόλεις σε όλο το μήκος των βορείων παραλίων της Μικράς Ασίας με σπουδαιότερες την Αμισό, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Τραπεζούντα κ.α. Σπουδαιότερη όλων η Τραπεζούντα που πήρε το όνομα λόγω του τραπεζοειδούς σχήματος της τοποθεσίας πάνω στην οποία είχε χτιστεί. Η ίδρυσή της χρονολογείται από το 756 π.Χ. και είναι κατά τέσσερα χρόνια αρχαιότερη της Ρώμης και πολλά περισσότερα του Βυζαντίου. Γρήγορα γίνεται μεγάλο κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και κεντρικής και νότιας Ασίας.
Από τον 5ο π.Χ. αι. οι παράλιες πόλεις του Πόντου είναι υποτελής φόρου στους Πέρσες διατηρώντας μια ιδιότυπη αυτονομία και ανεξαρτησία. Την εποχή της κοσμοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου πλήρως ανεξάρτητες στρέφονται προς τα μεσόγεια όπου ανακαλύπτουν νέες πηγές πλούτου, όπως σίδηρο, χαλκό, άργυρο.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ιδρύεται το Βασίλειο του Πόντου. Ένα ελληνιστικό κράτος δημιουργός του οποίου ήταν ο Μιθριδάτης ο Α’, Πέρσης σατράπης που εξελληνίστηκε πλήρως. Η διάρκεια αυτού του κράτους ήταν από το 322 έως το 64 π.Χ. οπότε η περιοχή καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και αποτελούσε πλέον επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας ο ανατολικός Πόντος (από τον Θερμόδωντα ποταμό και πέρα) ονομάστηκε Πολεμωνιακός, επειδή το 36 π.Χ. αποδόθηκε από τον Μάρκο Αντώνιο στον Πολέμωνα, εγγονό του Μιθριδάτη Στ’ του Ευπάτορα. Πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου έγινε η Νεοκαισάρεια. Ο δυτικός Πόντος ονομάστηκε Γαλατικός και είχε πρωτεύουσα την Αμάσεια.
Τα δύο αυτά τμήματα ενώθηκαν πάλι το 536 μ.Χ. επί Αυτοκρατορίας Ιουστινιανού. Πρωτεύουσα του ενιαίου Πόντου γίνεται η Τραπεζούντα. Στην περιοχή ανθεί το εμπόριο οι τέχνες αλλά και τα γράμματα. Στα χρόνια που ακολουθούν η περιοχή του Πόντου διάγει υπό ένα καθεστώς αυτονομίας με τοπικούς διοικητές, τους δούκες. Λόγω της μεγάλης απόστασης από την έδρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και λόγω ανυπαρξίας στρατιωτικών δυνάμεων, την αντιμετώπιση των διαφόρων εισβολέων ανέλαβαν με επιτυχία οι τοπικοί άρχοντες. Από τα μέσα του 11ου αι. στις περιοχές της Μ. Ασίας εισβάλουν και εδραιώνονται διάφορα τουρκικά φύλλα, με σπουδαιότερα τους Σελτζούκους, τους Τουρκομάνους και τους Ντανισμεντίδες. Την περιοχή του Πόντου και κυρίως την επαρχία Χαλδίας υπερασπίζονται οι δούκες της οικογένειας των Γαβράδων οι οποίοι αναχαιτίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις των Τούρκων.
Το 1204 οι σταυροφόροι της Δ’ σταυροφορίας, αντί να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους όπως διακήρυξαν, άρπαξαν το Βυζάντιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλύθηκε και τρία νέα ελληνικά κρατίδια δημιουργήθηκαν. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Οι εγγονοί του πρώην Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ του Κομνηνού, Αλέξιος και Δαυίδ εκείνη την περίοδο βρίσκονταν φιλοξενούμενοι της θείας τους Θάμαρ, βασίλισσας της Γεωργίας. Με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της θείας τους ίδρυσαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Πρώτος Αυτοκράτορας στέφθηκε ο Αλέξιος. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας διήρκεσε 257 χρόνια (1204-1461). Δηλαδή συνέχισε να υφίσταται ακόμη και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261, σε αντίθεση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου που διαλύθηκε το 1337. Στη διάρκεια των 257 χρόνων, 20 Αυτοκράτορες και Αυτοκράτειρες ανέβηκαν στο θρόνο με την παρακάτω σειρά:
Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός 1204-1222
Ανδρόνικος Α’ ο Γίδων 1222-1235
Ιωάννης Α’ ο Αξούχος 1235-1241
Μανουήλ Α’ ο Μέγας Κομνηνός 1241-1263
Ανδρόνικος Β’ 1263-1266
Γεώργιος Α’ 1266-1280
Ιωάννης Β’ 1280-1297
Αλέξιος Β’ 1297-1330
Ανδρόνικος Γ’ 1330-1332
Μανουήλ Β’ 1332-1336
Βασίλειος 1336-1340
Ειρήνη η Παλαιολογίνα 1340-1341
Αννα η Κομνηνή 1341-1342
Ιωάννης Γ’ ο Κομνηνός 1342-1344
Μιχαήλ Α’ 1344-1349
Αλέξιος Γ’ ο Μέγας Κομνηνός 1349-1390
Μανουήλ Γ’ 1390-1417
Αλέξιος ο Δ’ 1417-1446
Ιωάννης Δ’ ο Καλογιάννης 1446-1458
Δαυίδ ο Κομνηνός 1458-1461
Η Τραπεζούντα κατελήφθη από τον Μωάμεθ Β΄ στις 15 Αυγούστου 1461 και ήταν η διακοσιοστή επέτειος της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής σκλαβιάς γίνονται προσπάθειες εξισλαμισμού των Ελλήνων. Ορισμένοι μη αντέχοντας υποκύπτουν, άλλοι εξισλαμίζονται επιφανειακά διατηρώντας στα κρυφά την χριστιανική τους πίστη. Η Ρωσία που βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους με τους Οθωμανούς, κατά τη λήξη των πολέμων συμπεριλάμβανε στις συνθήκες, όρους προστασίας των χριστιανών. Έτσι υπήρχαν και περίοδοι ηρεμίας για τους Έλληνες του Πόντου. Ώσπου ήρθαν οι μαύρες μέρες της γενοκτονίας και του ξεριζωμού. Τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό του Πόντου, εμφανίστηκαν το 1916 και αφού είχε συντελεστεί η γενοκτονία των Αρμενίων. Είχε έρθει η σειρά των Ελλήνων. Στην αρχή εξοντωτικές εκτοπίσεις και στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Μετά φυλακίσεις και εκτελέσεις. Για να ακολουθήσει ο ξεριζωμός και η ανταλλαγή. 353.000 Πόντιοι και Πόντιες όλων των ηλικιών έχασαν τη ζωή τους στις εκτοπίσεις, στις εκτελέσεις και στο μακρύ δρόμο της προσφυγιάς. Οι επιζήσαντες ήρθαν στην Ελλάδα, προαιώνια πατρίδα, μόνο με τις ψυχές τους.
Διωγμοί
Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές και ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του, με αποκορύφωμα τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση – γενοκτονία του αιώνα μας. Η συστηματική εξόντωση των Ποντίων, όπως και των γειτόνων τους Αρμενίων, υπήρξε προσχεδιασμένο έγκλημα. Η απόφαση για την εξόντωσή τους πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919-23).
Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1889 και εμφανίστηκε στην αρχή με προοδευτικό προσωπείο διακηρύσσοντας ότι είχε ως βάση του τις αρχές του Μιδάτ πασά, ο οποίος αναγνώριζε την ύπαρξη πολλών εθνοτήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πρότεινε την συγκρότηση της αυτοκρατορίας σε ομοσπονδία εθνών με ίσα δικαιώματα. Με την επανάσταση του 1908 οι Νεότουρκοι, με επικεφαλής τον Εμβέρ πασά, τον Ταλαάτ κ.ά., επικρατούν στην αυτοκρατορία και σταδιακά αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Στόχος τους υπήρξε η μετατροπή της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε εθνικό Τουρκικό κράτος με την εξόντωση και τον εκτουρκισμό των άλλων λαών.
Στο συνέδριό τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911, πάρθηκε η εξής απόφαση:
«Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Οι μωαμεθανικές αντιλήψεις και η μωαμεθανική ισχύς πρέπει να κυριαρχήσουν στη χώρα. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να καταπνίγεται. Η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτάται από τη δύναμη του νεοτουρκικού κόμματος και από τη συντριβή όλων των ανταγωνιστικών σ’ αυτό ιδεολογιών. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και ασφαλώς, είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δε θα μπορέσει να γίνει με την πειθώ και κατά συνέπεια θα πρέπει να προσφύγουμε στην ένοπλη βία. Ο χαρακτήρας της αυτοκρατορίας πρέπει να μείνει μωαμεθανικός και θα πρέπει να δούμε ότι οι μωαμεθανικοί θεσμοί και οι μωαμεθανικές παραδόσεις θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν τις δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης είναι προδοσία στην Τουρκική Αυτοκρατορία. Οι εθνότητες είναι αμελητέες ποσότητες. Μπορούν να κρατήσουν τη θρησκεία τους, αλλά όχι τη γλώσσα τους. Η διάδοση της Τουρκικής γλώσσας είναι ένα από τα κυριότερα μέσα εξασφάλισης της μωαμεθανικής υπεροχής και της αφομοίωσης των μη μωαμεθανικών στοιχείων…».
Στον Πόντο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1856 με το σουλτανικό διάταγμα το Χάττι Χουμαγιούν βελτιώνεται η θέση των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής και αρχίζει η οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Στις αρχές του 1900, το εμπόριο σ’ ολόκληρο τον Πόντο είχε περάσει στα χέρια των Ελλήνων και εν μέρει των Αρμενίων. Το ενδιαφέρον της γερμανικής πολιτικής για την Ανατολή και τα οικονομικά της σχέδια γι’ αυτή την περιοχή αποτελούν τον καταλύτη που μεταβάλλει το σκηνικό. Οι Γερμανοί ως μοναδικό εμπόδιο στα σχέδια τους για οικονομική διείσδυση στο οθωμανικό κράτος έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους, που στα χέρια τους βρισκόταν ο έλεγχος της οικονομικής ζωής της χώρας, γι’ αυτό και παρακινούσαν τους Τούρκους με κάθε μέσο να στραφούν εναντίον τους.
Στις 26 Ιουλίου 1909 ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Μiguel στέλνει αναφορά στο Βερολίνο σχετικά με τη συνάντηση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σεφκέτ πασά. Για πρώτη φορά ένας Τούρκος πρωθυπουργός απειλούσε αυτοπροσώπως τον θρησκευτικό ηγέτη της μεγαλύτερης μειονότητας λέγοντας μεταξύ άλλων
«Θα σας κόψουμε τα κεφάλια. θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς».
Οι Τούρκοι χωρίς προσχήματα πια περνούν στην επίθεση. Από κάθε γωνιά του Πόντου και της Μ. Ασίας έρχονται καταγγελίες. Στις 30 Μαΐου 1911 ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης καταγγέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας τις βαρβαρότητες οργάνων της τουρκικής κυβέρνησης στην περιοχή του.
Οι Νεότουρκοι κηρύττουν οικονομικό πόλεμο σε καθετί ελληνικό.Απαγορεύουν τα ελληνικά προϊόντα και δεν επιτρέπουν στα ελληνικά πλοία να αγκυροβολούν σε τουρκικά λιμάνια. Αυτό το εμπορικό μποϊκοτάζ πραγματοποιείται σ’ ολόκληρη την Τουρκία και φυσικά και στον Πόντο. Η μισαλλόδοξη και αντιχριστιανική πολιτική των Νεότουρκων οδηγεί στους βαλκανικούς πολέμους, με ενωμένες τις χριστιανικές χώρες της Βαλκανικής εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι διωγμοί αυξήθηκαν. Στην Τραπεζούντα, οι Τουρκικές εφημερίδες παρακινούσαν τους αναγνώστες ν’ αρχίσουν τους διωγμούς και τις σφαγές. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Χωρικοί που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι. Οργανωμένες τουρκικές συμμορίες, κατά τη διάρκεια της νύχτας, λεηλατούσαν πόλεις και χωριά.
Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα, όμως, έγιναν πιο συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με δικές του εντολές, που καλούσαν τις αρχές να μη δείχνουν κανένα έλεος και για τους χριστιανούς, εξαπολύθηκαν οι διωγμοί κατά των «ανεπιθύμητων» εθνοτήτων σε μια τεράστια έκταση. Οι εντολές αυτές δόθηκαν με τη μορφή απορρήτων τηλεγραφημάτων προς όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές των διαφόρων νομών, έπειτα από μια σύσκεψη που είχε ο Ταλαάτ στις 8 Μαΐου του 1914 με τους συνεργάτες του, Εμβέρ, Τζεμάλ, Νουρεντίν και άλλους ηγέτες των Νεότουρκων.
Ένα απ’ αυτά τα τηλεγραφήματα κατόρθωσε να το αποκτήσει έπειτα από δυο χρόνια η γαλλική εφημερίδα «Le Temps» και το δημοσίευσε στις 29 Ιουλίου 1916. Έλεγε τα εξής:
«Γιλντίζ 14-5-1914.
Προς τον διοικητή της Σμύρνης Ραχμή μπέη. Οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι της περιφέρειας σας αποτελούν πλειονότητα, η οποία δυνατόν να αποβεί επικίνδυνη. Γενικότερα, όλοι όσοι ζουν στα παράλια της Μικρασίας συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Νομαρχίας σας πρέπει να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν στους νομούς Ερζερούμ, Ερζιγκιάν και αλλού. Τούτο επιβάλλουν πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι. Αν αρνηθούν να εκκενώσουν τις περιοχές τους, δώστε οδηγίες στους Μουσουλμάνους αδελφούς μας να τους εξαναγκάσουν μεταχειριζόμενοι προς τούτο κάθε μέσον και κάθε είδους έκτροπα. Οι Έλληνες πρέπει ακόμα να υποχρεωθούν να υπογράψουν βεβαίωση, στην οποία να δηλώνουν ότι φεύγουν και εγκαταλείπουν τις εστίες τους με δική τους θέληση και πρωτοβουλία. Η βεβαίωση αυτή είναι αναγκαία για να μη δημιουργηθούν αργότερα πολιτικά ζητήματα. Υπογραφές: Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ, Διευθυντής υπουργείου Εσωτερικών Χιλμή».
Σε εφαρμογή αυτής της πολιτικής, όχλοι ατάκτων καθοδηγούμενοι από τις αρχές και αφιονιζόμενοι από μια συστηματική προπαγάνδα μίσους, ανάγκασαν χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Αλλά οι Τούρκοι δεν περιορίζονταν στους ομαδικούς εκτοπισμούς και τις απελάσεις. Στις ελληνικές περιοχές έφερναν τον όλεθρο και τη συμφορά έκαιγαν και κατάστρεψαν χωριά και κωμοπόλεις, έσφαζαν τους κατοίκους τους, λεηλατούσαν τις περιουσίες τους, βίαζαν τις γυναίκες.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε σε ένδειξη πένθους να κλείσει στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε, όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλαιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών. Οι Νεότουρκοι είχαν πεισθεί πως μόνο με τη φυσική εξόντωση των γηγενών λαών, των Ελλήνων και των Αρμενίων, θα κάνανε πατρίδα τους τη Μικρασία.
Στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά επιστρατεύτηκαν οι χριστιανοί στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Μάλιστα, πολλοί Πόντιοι, μη θέλοντας να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν όπου έβρισκαν: στα υπόγεια των σπιτιών, στα δώματα, στις σπηλιές, στα δάση. Εξάλλου πολλοί από εκείνους που στρατεύτηκαν, λιποτακτούσαν και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού στα χωριά τους, περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Στη γενική επιστράτευση του 1914 κλήθηκαν ηλικίες από 20 μέχρι 50 ετών. Όσοι δεν παρουσιάζονταν μέσα σε 11 ημέρες θεωρούνταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο.
Τα τάγματα εργασίας
Τους χριστιανούς στρατιώτες τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας τα γνωστά αμελέ ταπουρού, για να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους στα βουνά, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, βροχές, χιόνια κλπ. Τόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της ζωής τους, τόσο λίγη η τροφή και τόση η κακομεταχείρισή τους ώστε ελάχιστοι απ’ αυτούς επέζησαν. Τα αμελέ ταπουρού ήταν στην πραγματικότητα τάγματα εξόντωσης των στρατευμένων χριστιανών.
Σο Ερζερούμ εδέβασαμε τη κόλασης τα βάσανα. Κάθαν ημέραν βάσανα, κάθαν ημέραν πόνεα και πολλά λείμψανα. Τ’ ιφτεάρεα εδούλευαν κι ένοιγαν ταφία…. Όσοι επόρεσαν και έφυγαν κρυφά, εγομώθαν σα ρασία κιάν’ και εγλύτωσαν το θάνατον, αμα οι Τούρκ’ εγένταν ανήμερα θερία. Ερούζ’ναν σα Ρωμαίικα τα χωρία κιάν’, εταλάνευαν τ’ οσπίτεα και εράευαν να ευρήκ’νε κρυμμέντς κατσάκηδες. Εσκότωναν αγούρτς, ατίμαζαν γυναίκ΄ς και κορίτσεα. Επαίρναν ήνταν καλόν εύρηκαν, εδούναν φωτίαν και έκαιγαν τ΄οσπίτεα.
Ήντσαν ‘κι επήεν σο Τουρκικόν στρατόν και σα εξορίας σο Ερζερούμ και αλλού, ‘κι επορεί να εγροικά ντο έτον τ΄”Αμελέ Ταπουρού”1
Ο πρόξενος της Ελλάδας στο Ικόνιο, σε έκθεσή του με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1917, γράψει:
«Ο νόμος για την ίδρυση εργατικών ταγμάτων αποκλειστικά από χριστιανούς καταστρέψει και εξοντώνει βαθμιαία αλλ’ ασφαλώς τους Έλληνες της Τουρκίας. Οι δυστυχείς αυτοί στρατολογούμενοι και κατατασσόμενοι στα εργατικά τάγματα στέλλονται προς διάφορες κατευθύνσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας από τα παράλια της Μικρασίας και του Ευξείνου Πόντου στα πέρατα της Βαγδάτης, του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, άλλοι μεν για την κατασκευή στρατιωτικών δρόμων, άλλοι για τη διάνοιξη σηράγγων για το σιδηρόδρομο Βαγδάτης, άλλοι για την καλλιέργεια αγρών κλπ. Χωρίς κανένα μισθό, κακώς τρεφόμενοι και ενδυόμενοι, εκτιθέμενοι στις καιρικές συνθήκες, στον καυτό ήλιο της Βαγδάτης και στο αφόρητο ψύχος του Καυκάσου, προσβαλλόμενοι από ασθένειες, πυρετούς, εξανθηματικό τύφο, χολέρα, πεθαίνουν κατά χιλιάδες…».
Πολλοί, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τις θανάσιμες κακουχίες, την εξοντωτική δουλειά και την κακή διατροφή, δραπέτευαν και γύριζαν στις εστίες τους. Οι στρατιωτικές αρχές πληροφορούσαν τις αρχές του τόπου προέλευσης των λιποταχτών για να τους συλλάβουν. Έτσι, πριν φτάσουν οι Έλληνες στα σπίτια τους, τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων έτρεχαν στα χωριά και πίεζαν τους γονείς των λιποταχτών να παραδώσουν τα παιδιά τους.
Με την ευκαιρία, έκαναν έρευνες, άρπαζαν πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες και έκαιγαν σπίτια.
Σε έκθεση από την Κερασούντα, με ημερομηνία 21 Απριλίου 1917, είναι γραμμένα τα εξής:
«Με αφορμή την ανυποταξία 300 φυγόστρατων εκκενώθηκαν και πυρπολήθηκαν 88 ελληνικά χωριά από το Δεκέμβριο του 1916 ως το Φεβρουάριο του 1917. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ανερχόμενοι σε 30.000 περίπου, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους γέροι, γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν βίαια στο νομό Αγκύρας, μέσα σε δριμύτατο χειμώνα, χωρίς να τους επιτραπεί να παραλάβουν ούτε τα ενδύματά τους. Το ένα τέταρτο απ’ αυτούς πέθανε κατά τη διαδρομή από τις κακουχίες, την πείνα και το ψύχος». Σύμφωνα με άλλη έκθεση της Ελληνικής πρεσβείας, τον Ιούνιο του 1915: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Μισοπεθαμένοι εγκαταλείπονταν στο δρόμο. Και γυναίκες που γεννούσαν κατά τη διαδρομή εγκατέλειπαν τα βρέφη τους βαδίζοντας όπως μπορούσαν, γιατί όσοι βραδυπορούσαν δέρνονταν από τους συνοδούς χωροφύλακες. Το τέρμα του ταξιδιού των δυστυχισμένων αυτών δεν σήμαινε και το τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των τουρκικών χωριών τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα…».
Η Γερμανία, στην προσπάθειά της να πετύχει τους στόχους της στο νευραλγικό τομέα της Μικρασίας και της Μέσης Ανατολής δε δίστασε να θυσιάσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής στο βωμό του παντουρκισμού. Σε κάποιο βαθμό ήταν συνυπεύθυνη για τις γενοκτονίες των Ελλήνων και των Αρμενίων. Εξάλλου, αυτός που εισηγήθηκε στους Τούρκους την απομάκρυνση των Ελλήνων από τα παράλια, δήθεν για στρατιωτικούς λόγους, χαρακτηρίζοντάς τους πράκτορες της Αντάντ, ήταν ο Γερμανός αρχιστράτηγος LimanvonSanders, που πήρε συν τοις άλλοις τον τίτλο του πασά. Επίσης, με τη συγκατάθεση της Γερμανίας οι Τούρκοι έστειλαν τους χριστιανούς που στρατολόγησαν στα τάγματα εργασίας.
Στον Πόντο, οι διωγμοί πήραν τραγικές προεκτάσεις. Πολλοί Γερμανοί βλέποντας τα εγκλήματα άρχισαν να διαφωνούν με την πολιτική της χώρας τους. Ο Γερμανός ιερωμένος J. Leprius έχει γράψει σχετικά:
«Ο ανθελληνικός και αντιαρμενικός διωγμός είναι δύο φάσεις ενός και του αυτού προγράμματος, της εξοντώσεως του χριστιανικού στοιχείου στην Τουρκία». Στις 16 Ιουλίου 1916, ο Γερμανός πρόξενος στην Αμισό Kuckhoff έγραφε στο Βερολίνο: «Από αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα». Ο Αυστριακός υποπρόξενος Αμισού Kwiatkowski στις 30 Νοεμβρίου 1916 ενημέρωσε τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, τον S. BaronBurian, για τις πρόσφατες αποφάσεις του μουτεσαρίφη Αμισού, Ραφέτ μπέη: «… Στις 26 Νοεμβρίου, μου είπε ο Ραφέτ μπέη: Τελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμένιους… Στις 28-11-1916, μου είπε ο Ραφέτ μπέη πρέπει τώρα να τελειώνουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν στο δρόμο κάθε Έλληνα, που συναντούν».
Σκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολήσεις χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που Θα απέμεναν. Έκθεση που στάλθηκε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (14-1-1915) ανέφερε:
«Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφόσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Αι στρατιωτικαί ανάγκαι παρέχουσιν καταλληλοτάτην πρόφασιν ίνα διασκορπισθώσιν οι χριστιανοί και ούτω καταστεί δυνατός ο εκτουρκισμός αυτών».
Στις 19-12-1916 ο Αυστριακός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Pallavicini, σε έκθεση που έστειλε στη Βιέννη, περιέγραψε τα τουρκικά εγκλήματα στη μαρτυρική Αμισό:
«11 Δεκεμβρίου 1916. λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά και κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 ελληνικά χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου, 15 ενμέρει, 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Ελεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες».
Οι εκθέσεις της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης, που στάλθηκαν στην Αθήνα τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1917 είναι πολύ αποκαλυπτικές:
«… Είκοσιν οχτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μιας εβδομάδος από της Ι5ης Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον.Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβάστειας και Άγκυρας. Νήπια, κοράσια, λεχώνες, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπου εις τόπον, διανυκτερεύουσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδία απωλέσαντα τους γονείς των διασκορπίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι καθ’ οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων… Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20.000 καθ’ εκάστην δε αυξάνεται… Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος ο άρρην πληθυσμός… Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το Βιλαέτιον της Αγκύρας, ετέρων δε οκτώ χωρίων της Αμισού οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν. Ταύτην την στιγμή φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες… και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασούντος μετεφέρθη ολόκληρος εις το εσωτερικόν’… Τα αυτά συνέβησαν εις τα επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά… Χείρονα τούτων συνέβησαν εις την Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και σχολείων, αφού δε ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ολόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν… Σκοπός όλων των φρικωδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων, οίτινες οφείλουσι να εκλείψωσι ως οι Αρμένιοι».
Ο μητροπολίτης Χαλδίας Λαυρέντιος στέλνει (στις 7-2-1917) καταγγελία στον Έλληνα επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη:
Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α’ παγκόσμιου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει. Υπήρξαν κάποιοι ελάχιστοι, έστω, Τούρκοι, που αποδοκίμασαν τα εγκλήματα της γενοκτονίας κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στο έκτακτο στρατοδικείο, που συγκλήθηκε με σουλτανική διαταγή στις 8 Μαρτίου, για να δικάσει τους ηγέτες της κυβέρνησης των Νεότουρκων για τα εγκλήματα κατά του χριστιανικού πληθυσμού, ο Μουσταφά Κεμάλ μεταξύ άλλων κατάθεσε τα εξής:
«Οι πασάδες που διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, τέτοια που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου και έφεραν τη χώρα σ’ αυτή την κατάντια, τώρα υποδαυλίζουν ταραχές για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους και μόνο συμφέροντα. Εγκαθίδρυσαν ένα τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν βρέφη, που ακόμη θήλαζαν, με πετρέλαιο, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, κατάσχεσαν παράνομα την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, εξόρισαν γυναικόπαιδα σε άθλια κατάσταση μέχρι τη Μοσούλη, προβαίνοντας σε κάθε είδους ωμότητες. Επεβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα. Ανακοίνωναν με τελάληδες ότι οι πιστοί στην οθωμανική κυβέρνηση χριστιανοί οφείλουν να παραιτηθούν από τη θρησκεία τους και να αποδεχθούν το Ισλάμ. Επέβαλαν σε γέροντες να βαδίζουν μήνες ολόκληρους νηστικοί και τους εξανάγκαζαν σε διαρκή καταναγκαστική εργασία. Οδήγησαν γυναίκες σε οίκους ανοχής, που λειτουργούσαν κάτω από ανυπόφορες συνθήκες. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού».
Όμως, το 1919 αρχίζει νέος άγριος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό.
Στις 20 Μαΐου 1919, ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος, σε έκθεσή του προς τον συνταγματάρχη Κατεχάκη αποκαλύπτει στατιστικά στοιχεία της τραγωδίας των Ποντίων
«… Η επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 ελληνικό πληθυσμό. Εκ του ολικού αριθμού, 73.375 του πληθυσμού μετετοπίστησαν ή εξορίσθησαν, εκ των οποίων το 70% απέθανον εν τη εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον… Εκ των 25.000 εξορισθέντων της επαρχίας Νεοκαισαρείας, εκ μεν των χωρικών εσώθησαν μόλις 6% και ούτοι συντετριμμένοι ως ναυαγοί της σατανικής τουρκικής θηριωδίας, εκ δε των κατοίκων των πόλεων 35% ρακένδυτοι και κατεσυληκότες, ζωντανά μαρτύρια της τουρκικής βαρβαρότητος… Η επαρχία Κολωνίας εξ ολοκλήρου κατεστράφη, όλα τα χωριά αυτής ηρημώθησαν, ελάχιστοι ομογενείς σώζονται εν Νικοπόλει… Η επαρχία Χαλδείας-Κερασούντος… είχε… ολικόν πληθυσμόν 167.450. Εκ τούτων 45.000 περίπου εξηνηγκάσθησαν κατά τον χρόνον της ανακατοχής να καταφύγωσιν εις Ρωσίαν, άνω δε των 90.000 μετετοπίσθησαν και εξορίσθησαν εις τα βάθη της Μ. Ασίας… Εκ των εξορισθέντων 80% απέθανον εκ πείνης, εκ των διωγμών, των δεινοπαθημάτων και των δαρμών… Εκ των 72 ελληνικών χωρίων του τμήματος Κερασούντος ουδέν σώζεται…».
Παρόμοιες στατιστικές υπάρχουν και για άλλες περιοχές του Πόντου.
Στις 19 Μαΐου 1919, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής γενοκτονίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ως απεσταλμένος της οθωμανικής κυβερνήσεως, με την ιδιότητα του επιθεωρητή της «Παραινετικής Επιτροπής». Ο Κεμάλ ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου όπου, κατά την αναφορά του Άγγλου φρούραρχου στη Σαμψούντα, τα ελληνικά χωριά δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από τις τουρκικές συμμορίες.
Άρχισε, όμως, από τη Σαμψούντα ένα εγκληματικό έργο, αντίθετο με την αποστολή του. Με τη βοήθεια μελών του νεοτουρκικού κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού, που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί του Νεότουρκοι, το 1916. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, να εξοντώσει δηλαδή τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια με τους τσέτες του ο Κεμάλ.
Μέλος της κεμαλικής οργάνωσης Mutafai Milliye ήταν ο Τοπάλ Οσμάν, γνωστός στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος δήμιος των Ελλήνων του Πόντου. Ο Μουσταφά Κεμάλ, αναδεικνύοντας τον Τοπάλ Οσμάν γενικό αντιπρόσωπό του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Πόντιους, υπήρξε ο ηθικός αυτουργός των απερίγραπτων εγκλημάτων του συνεργάτη του. Επιπλέον, ήταν ο μεγάλος «κλεπταποδόχος», έχοντας την επικαρπία των λεηλασιών του αιμοβόρου φίλου του, γιατί ο Οσμάν αγάς του έστελνε κάθε τόσο στην Άγκυρα ολόκληρα φορτία νομίσματα και χρυσαφικά που άρπαζε από τους πλούσιους Πόντιους των πόλεων και των χωριών.
Εκθέσεις, τηλεγραφήματα και επιστολές των ποντιακών οργανώσεων ζητούσαν επέμβαση της Ελλάδας και των Ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη σωτηρία του εναπομείναντος ποντιακού ελληνισμού. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανεβούν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού…..
Το Ποντιακό Αντάρτικο, που είχε το χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης, έδρασε κυρίως στο Δυτικό Πόντο, ενώ στον Ανατολικό είναι γνωστό το περήφανο αντάρτικο της Σάντας. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο. Στις περιοχές όμως που οι αντάρτες δεν μπορούσαν να δράσουν, ο Τούρκοι ανενόχλητοι συνέχιζαν το καταστροφικό τους έργο.
Στις 31 Αυγούστου 1920, σε έκθεση του Πατριαρχείου αναφέρονται τα εξής:
«… Ο δήμαρχος της πόλης Οσμάν αγάς… διέταξε αμέσως τους Τούρκους της Κερασούντας να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Κατόπιν έκλεισε όλους τους χριστιανούς άνδρες στο ελληνικό σχολείο, το ξενοδοχείο Belle Vue και σ’ ένα μεγάλο κτίριο με τη δολοφονική πρόθεση να τους σκοτώσει. Οι γυναίκες βιάστηκαν και όλα τα χριστιανικά σπίτια λεηλατήθηκαν από ορδές του τυράννου. Κάθε βράδυ έβγαζαν πέντε-έξι χριστιανούς από το σχολείο και τους σκότωναν».
Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Οι διαμαρτυρίες των ποντιακών οργανώσεων του εξωτερικού μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει.
Στις 25 Μαΐου 1922, αντιπροσωπεία της ελληνικής ναυτικής βάσης, που είχε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη σύνταξε έκθεση που στάλθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών:
«Η κατάστασις των Χριστιανών των άνω περιοχών είναι οικτροτάτη. Εις την ύπαιθρον χώραν κάτοικοι παντάπασιν δεν υπάρχουσιν. Πάντα τα χριστιανικά χωρία έχουσι πυρποληθή, εκ δε των κατοίκων άλλοι μεν απελαθέντες εσφάγησαν καθ’ οδόν, άλλοι δε συλληφθέντες εφονεύθησαν επιτοπίως ή εκάησαν ζώντες».
Άπειρες είναι οι εκθέσεις στα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών για το μαρτύριο του ποντιακού λαού.
Περισσότεροι από 350.000 Πόντιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς.
Τα βουνά και οι χαράδρες του Πόντου γέμισαν από τα πτώματα των αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Τον επίλογο της τραγικής ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων. Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών (Συνθήκη της Λοζάνης 1923) έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία ζωντανά υπολείμματα. Οι πρόσφυγες μεταφέρονταν με τουρκικά πλοία και με την επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη περιθάλπονταν από τον εκεί Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στους στρατώνες Σελιμιέ και από εκεί, επιβιβάζονταν σε ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα. Οι συνθήκες μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές, η δε κατάσταση στους τούρκικους στρατώνες ήταν τραγική, καθώς οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες στοιβάζονταν κατά χιλιάδες χωρίς νερό και με τις αρρώστιες, κυρίως τον τύφο, να τους θερίζουν κυριολεκτικά. Κανείς Πόντιος δεν απομένει στην ιστορική του πατρίδα εκτός από αυτούς που βίαια εκτουρκίστηκαν και εξισλαμίστηκαν. Οι Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν από τον Πόντο στην Ελλάδα, ανέρχονται, κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, σε 325.000 έως 400.000 άτομα….
Πολιτικά συμφέροντα και σκοπιμότητες έριξαν στη λήθη μετά τον ξεριζωμό την υπόθεση της μεγάλης γενοκτονίας των Ποντίων. Οποιαδήποτε αναφορά στο ποντιακό ζήτημα συνειδητά αποφεύχθηκε από το εξαρτημένο ελλαδικό κράτος που δεν ήθελε να διαταράξει το Νατοϊκό δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που στην Τουρκία αποτελεί εθνική γιορτή της τουρκικής νεολαίας. Η 19η Μαΐου αποτελεί την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα και ξεκίνησε η δεύτερη φάση της ποντιακής γενοκτονίας. Όμως η διεκδίκηση του αιτήματος της διεθνούς αναγνώρισης της π
Ποντιακής Γενοκτονίας από το τουρκικό κράτος και τη διεθνή κοινότητα πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί, ώστε να υπάρξει τουλάχιστον η ηθική δικαίωση των Ποντίων, με την διεθνή αποκάλυψη των τραγικών και εγκληματικών γεγονότων που συνέβησαν σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού.
Μαρτυρίες
«Πανταχόθεν του Πόντου αγγέλονται σφαγαί.. εις Κερασούντα.. εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν κατάστασις συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται, πριν η διπλωματία προλάβει ασχοληθεί περί αυτού»
Τηλεγράφημα της Επιτροπείας Ποντίων προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Ιούλιος 1920
Σο σχολείον επήα έναν χρόνον μαναχόν. Η μάνα μ’ εποίνεν ημεροκάματα σα χωράφια κι επαίρνε με κι εδούλευα με τ’ εκείνεν. Καλαμπούκια, φασούλια, κολογκύθα…αρ’ αοίκα. Πέντε-εξ’ χρόνων μωρόν! Ατο η Κούχλα έτον έμορφον μέρος, ση θάλασσαν σουμά και σην Τραπεζούντα πα σουμά.
Οσπίτ’ κι είχαμε. Εδέκανε μας οι Κοτσάντ’ έναν παλαίν οσπίτ’ ντο είχανε κι εκειαπέσ’ εκάθουμες. Τσιάπαν εκάθουμες, νιά ενοίκιον επαίρναν εμάς και νια τιδέν’. Άμα, παλαίν’. Έβρεχεν κι έμπαιναν τα βρεχία απές’. Έστρωναμε αδακά και το πρωΐν εγνέφιζαμε ακεκά, ετσιοκάνιζεν η μάνα μ’ το ψαθίν κι έφερνε μας ακεκά, να μη βρέχ’ απάν’εμούν. Αρ’ αοίκα βάσανα…
Επάντρεψα 15 χρόνων. Όνταν έρθεν η Ρουσία,ερχίνεσεν να ανοί’ δρόμια σα χωρία. Εμείς πα επήαμε να δουλεύουμε.Νασίρκας έλεγαμ’ ατα, δύο ξύλα έσαν, άμον ντο ειν’ ατώρα τα φορεία. Αγούρ’ εγόμωναν ατα κι εμείς εκοβάλναμε κι έσυρναμ’ ατα πλαν’ μερ’ ν’ ανοίγομε δρόμον. Εκαικά είδε μεν ο Στύλον. Έτον Γεμουρέτες, ας ση Χοτσ’. Επήεν είπεν’ ατο τη μετρούαν ατ’. Αρ αέτσ’ πα έρθαν εψαλάφεσανε ‘με.
Χαράν πα εποίκαμεν κι όλια πα εποίκαμε. Αρ’επαίρανε με νύφεν κι έρθανε ση Χοτσ’, έγκανε με σ’ οσπίτ’. Κι ογώ πα σα δεκαπέντε απέσ’ μωρόν! Αλλομίαν,έγκανε έναν χαλκόν. Ατότες αέτσ’ εποίνανε, θα εντούνανε ση νύφες το ποδάρ έναν χαλκόν.
“Έγκαμε την έμορφον, χτήνον θέλομε, χτήνον!” είπεν κάποιος ας σ’εμετέρτς. Επήαν έλυσαν έναν χτήνον κι έγκαν’ άτο σα ποδάρια μ’. Τ’ εμόν έτονε, να εχωρίουμ’ τον άντρα μ’ πα εδικαιούμ’ ατο. Αοίκον ατιάτ έτονε.
Αέτσ’ πα επήα ση πεθερού μ’. Ο πεθερόν μ’είχεν πολλά χωράφια, λεφτοκάρια, καλαμπούκια, πινάδας… Είχεν τρία αδέρφια ση Ρουσίαν και τ’ εκεινέτερα τα μερτικά πα επέμναν σ ‘ατόν. Εποίκα κι’ έναν κορτσόπον.
Κάποτε έφυεν η Ρουσία και εκλώστεν ο Τούρκον. Εθέλεσεν ν’εφτάει επιστράτευσην με την “κλάσην”, άμον ντ’εφτάμε κι αδακά πα. Οι Κυρτογλάντ’ πα ένοιξαν τ’αντάρτικον ση Σαντάν. Οι Τουρκάντ’επαίραν’ τον άντραν μ’ στρατιώτην, επιστράτευσαν ατον. Απέσ’ ση Κρωμ’ άντρας ιμ’ και κάποιος κι άλλο εφάϊσαν τον τσιανταρμάν (σ.σ. χωροφύλακα) ντ’ ερίαζεν ατ’ς κι εξέβαν ση Σαντάν όθεν έσανε οι αντάρται.
Επήεν εύρεν τη μάνας ιμ’ την αδελφήν, τη Πηλιάβας τη Νάζης την μάναν, σοι Πιστοφάντων, εκάτσεν ολίγον με τ’εκείνεν κι επεκεί εύρεν τ’αντάρτας.
Έναν βραδύν εσάρεψαν το σπίτ’ν εμουν οι τσιαρνταμάδες. Έγκανε με τ’εκείνους και το μουχτάρ(σ.σ. πρόεδρο) τη χωρί.. Τούρκος, άμα καλός άνθρωπος… Εντώκαν την πόρταν. Ο πεθερό μ’ γέρος έτονε. “Στάθιε , ογώ είμαι, άνοιξον” είπεν ο μουχτάρτς. Ενοίξαμε κι εσέβαν απέσ’. Αλλ’επήαν σο μαντρίν, αλλ’εγομώθανε σα ταβάνια,αραεύνε τον άντρα μ’. Ετάραξαν , ετάραξαν κι επεκεί ερχίνεσαν να κρούνε τον πεθερό μ’. Ντώσιμον σο σκότωμαν!
“Φέρεν το παιδί ‘σ'” έλεγαν ατον κι εντούναν.
“Το παιδί μ’ εδέκα ατον στρατιώτην”είπεν ατ’ς,”που να ευρίκω και φερ’ατον;”Επεκεί εφέκαν τον πεθερό μ’ κι επίασαν εμέν’. Εμέν’με το χερ’κι εντώκαν, με το τσιπούχ’ την μαρτινί εντούνανε απαγκέσ’ σ’ ωμία.
“Φέρεν τον άντρα σ’!”
Είπεν ατ’ς ο μουχτάρτς:
“Σταματέστεν,αβούτο με το ντώσιμον κι γίνεται. Ας δίγομ’ ατ’ς κάμποσα ημέρας διορίαν κι ας αραεύνε και φέρν’ ν’ατον”. Που θα αραευομ’ατον! Εμείς ση Γεμουράν κι εκείνος ση Σαντάν!
Εκείνα τα ημέρας έναν παιδίν ας ση γειτονίαν εμουν ,απ’εκείνα που επήανε στρατιώτ’ με τον άντρα μ’, έστειλεν ας σ’ Ερζερούμ γράμμαν σ’ οσπίτ’ ν αθε. “Ο Στύλον έφυεν”, λέει,”ας ση Κρωμ’ απο ‘πεσ’ κι εξέβεν ση Σαντάν”. Επαίραμε εκείνο το γράμμα κι επήγαμε, ο πεθερό μ’ κι ογώ, σο φυλάκιον, έδειξαμ’ατο και είπα ματ’ ς: “Αχα! Ααα το γράμμαν,δε’ άτ’επάρτε ατον!”
Αετσ’πα εφέκανε μας κι άλλο κι εντώκαν εμάς. Ατώρα ο Στύλον εν’με τ’ αντάρτας κι ογώ είμαι με τα πεθερ’κα μ’. Ένα ημέραν ερθεν η διαταή. Θα ίνεται ανταλλαή, θα φεύομε. Τ’οσπίτια ‘μουν γομάτα πράγματα-θάματα, τα χτήνια ‘μουν σο μαντρίν κι εμείς θα φεύομε!Εσέγκα απέσ’ σ’ έναν καλάθ’ το μωρό μ’ εσέγκα και κατ’ λώμματα κι εφορτώθα ‘το.
Η πεθερά μ’ πα έδεσεν ση ράχια ατ’ς δυο παπλώματα και εκατήβαμε την νύχταν σην Τραπεζούνταν,ση Μήτονος τη Γιαννίτσονος. Έτον ο έμπορας εμουν, εγόραζεν τα μήλα, τα φασούλια και τα λεφτοκάρια ‘μουν κι εγνώριζε μας. Δεκαπέντε ημέρας μιαν εκάτσαμε εκεί απέσ’. Επεκεί εξέβαμε σο παπόρ’. Εκούντανε ο εις τον άλλον, ποίος έβγαινεν απάν’ πρώτος, γιαμ απομένομε οπίσ’.
Ντο να εποίναμε , φόβος έτονε! Όνταν εχπάστεν το παπόρ’ τ’όνεμαν αθε πα κι θυμούμαι , έναν παλέν- παλέν αφορισμένον παπόρ έτονε. Ετέρεσα οπίσ’τα ραχία και είπα:
“Ν’αναθεμα σας ,ας φεύω μοναχόν κι ας πάγω χάμαι ση θάλασσαν”. Ο Πεθερό μ’ πα είπεν: Ε!!! μαύρα ραχιόπα,που είσ’νε!” Έξερεν ντο κι θα ελεπειάτα άλλο, είχεν και τον γιον ατ’ σ’αντάρτικα….
Ατα όλια ήνταν το 1924 τη χρονίας.
Σα 24 ώρας έφτασαμε σην Π’ολιν, σο λιμάν’. Αμάν έσυρανε τη σημαία:Καραντίνα!Κάθεται το παπόρ’ 18 ημέρας. Κι πάει άλλο να κοβαλεί, είχεν εμάς. Επεκεί εποίκανε μας αχταρμάν κι εκοβάλεσανε ‘μας απάν’σ’έναν βουλιαγμένο παπόρ’που έστεκεν εκαικά.
Κάμποσα ημέρας εκάτσαμε κι εκεί απάν’ πα και το παπόρ’ντο έγκε μας εκλώστεν οπίσ’να φερ’αλλτς.
Εκαικά σο βουλιαγμένον το παπόρ ντο λέγω, επέθανεν το μωρό μ’. Τ’Αε Βαρβάρας την ημέραν έτονε,καμμίαν κι ανάσπαλλ’ατο. Επαίρα ‘το σην εγκάλια μ’ κι ας σα σκάλας κιαν’ εξέβα απαν’. Εθέκα ‘το απάν’σην κιβέρταν κι εσκέπασα ‘το με τη φοτά ‘μ.
Θα έρχουτον το παπόρ π’επαίρνεν τ’αποθαμέντς. Εξ νομάτ’εθαρρώ έσανε εκείνο την ημέραν. Αρ’ έρθεν το “μοτόρ”ας σην Κωνσταντινούπολην, επαίρεν ατ’ς κι επήαν εχάθανε. Έδεσαν σα χέρια και σα ποδάρια ‘τουν κατ’ σίδερα όσον τη πέσκονος τα πορία,για να βαρύν’νε κι έσυρναν ατ’ς ση θάλασσαν.
Επεκεί έγκανε μας σην Τούζλαν σην Κωνσταντινούπολην σ’εξ το μέρος Έσαν καν τρία οσπίτια άμον φυλάκια, κατ’ θα έτονε εκεί. Απέσ’ ση μερσιάν, άμα η θάλασσα πα σουμά. Εκαικά ευκαίρωσαν το παπόρ’. Τα πεθερ’κα μ’ ερρώστεσαν ας σον Τύφον. Ο πεθερό μ’ επέθανεν εκειαπέσ’.
Την πεθερά μ’ πα, πολλά κι επήεν, έρθαν επαίραν ατεν κι επήαν σο Νοσοκομειον σην Πόλιν. Είχεν μετ’ εκείνεν ‘κι έναν αδερφόπον μικρόν, δώδεκα χρονών. Επέμ’νεν μετ’ εμέν και είχα ‘το άμον συντροφόπον.
Σην Τούζλαν εκάτσαμε 40 ημέρας. Άμα έρχουσαν ας σην Κωνσταντινούπολη κι εφέρνανε μας τρόφιμα.Εδίναμε ‘μας ψωμία, ζάχαρην, κακάο..Ο Ιασωνιδης -έεις άτον ακουστόν;-πολλά ενδιαφέρκουτον για τοι πρόσφυγας.
Ατώρα οι Τούρκ’, οι φύλακες , ερχίνεσανε να πειράζ’νε τα κορτσόπα. Τ’εμετέρ’ πα έγραψαν ένα γράμμαν τον Ιασωνίδην: “αδακά άλλο κι ΄ίνεται, οι Τουρκ’ ερχίνεσαν να απλών’νε χερ'” εσέγκαν ατο απέσ’ σο βρακόπον εινός κοριτσί εξ χρονών-εκείνο άρρωστον κι έτονε,’δεν κι έτονε, ψέμματα εποίκανε- κι έστειλαν ατο σην Πόλιν με το μοτοράκι ντο εκοβάλνεν τα τρόφιμα, τεάμ θα πάει σο νοσοκομείον.
Αετς πα έναν ημέραν έρθεν έναν παπόρ’ να παιρ’ μας. Εκάτσαμε απάν και εξέβαμε ίσα ση Θεσσαλονίκη.
Ση Θεσσαλονίκη εκάτσαμε 24 ώρας κι επεκεί έκλωσαν εμάς σο Μακρόνησον. Σο Μακρόνησον εκάτσαμε 44 ημέρας. Όνταν επήαμε,εύραμ’ εκεί τη Κοτσού την Ελένε και τη Πηλιά τον Παντελή και άλλτς πα. Ατοίν κι άλλο εμπροστά έρθαν απ ‘εμάς, άλλο παπόρ’ έγκεν ατ’ς.
Αλλομίαν, είδε με η θεία μ’ τη Κοτσού η Ελένε. Είπα ‘τεν:
-“Θεία λελεύω ‘σεν ντο θα ίνουμαι , ντο θα εφτάγω αδακά μοναχέσα”. Ας σα τέλια αφ’κά -κ’ εσ’ , έκλεψε με. Εκείνο το μωρόν πα είχα με τ’εμέν. Αρ’επέρε ‘μας ας σα τέλια αφ’κά-κ’ εσ’ και επήγαμε σ’αλήγορον την καραντίναν ντο θα εσκούτον επ’εκεί. Αν κι εν’, κι άλλο πολλά θα εκάθουμες.
Αρ’ έρθεν απ’ εκαικά το παπόρ , επαίρε μας και μετ’ εκείνο εντάμαν έρθαμε σο Καραμπουρνάκι. Εξέγκανε ‘μας εκαικά. Λεγ’νε θα διγ’νε χωράφια κι ατείν που εχ’νε οικογένειας θα πάγ’νε σα χωρία. Ογώ πα επέμ’να εκεί απέσ’ μετ’ εκείνο το χάταλον. Είνας γαρή ας ση Τσακαλάντων-η Μυρίκα, τ’ Αντών’ τ’ Αριστείδη η μάνα-ενεμένεν τη θυγατέραν ατ’ς ας σην Τουρκίαν.
Όνταν έρθεν το παπόρ και ευκαίρωσεν ατ’ς, εσούμωσεν κι εκούζ’νεν:
-“Ειρήνη! Τσακαλέτ’σα Ειρήνη! Τσακαλετ’σα Ειρήνη!”
Τσακαλέτ’σσα άμον ντο είπεν, έτρεξα ογώ εκαικά:
“Θεία Μυρίκα λελεύω’σε”(εγνώριζ’ατεν ας ση Σαντά,”θεία έπαρ’με απ’αδαπέσ’ και ότι θελτς ποίσο με, δος με κάπου κ’ έσ’ δούλαν. Απ’αδά κα έπαρ’ με ,ατείν θα πάγ’νε ‘σα χωρία και γω ντο θα εφτάγω!”
Εκείνε πα είπεν:
“Γιαβρί μ’ αβούτο κι εν’ άμον την Τραπεζούνταν να εξέρω ντο οικογενείας ειν’. Ογώ πα δύο χρόνια εν ας έρθα αδά και καν’ ναν κι εγνωρίζω. Κι εσύ πα νέϊσσα που θα δίγω σε. Άμα, τη πεθεράς-ισ αδελφή εν’ σον Λαχανά, θα λέγω το Γαράϊλαν’ το Γερίκαν κι έρται παίρ’ τσεν”. Αετσ’πα επήεν’ σ’ οσπίτ ‘και λέει τη συννύφ’σσαν ατ’ς:
“Είδα τη Βαρβάρας τη Μαρίκαν κι έκλαψεν κι ετσιούξ’ ατο. Ας μενίουμε τον Γαράϊλαν, κι έρται παίρει άτεν”.
Ατέ πα λέει:
-“Μώ σε ντο θα ευτάς τον Γαράϊλαν, αδελφός αθε , ο Κώστης, σο Βολοβότ εν'”.
Αρ’ εμέντσανε τον Κώστην κι έρθεν επαίρε με.
Ατώρα, ογώ είμαι σο Χαρμάνκιοϊ, σο στρατόπεδον. Έχω με τ’ εμέν’ κι ακείνο το χάταλον, τη πεθεράς ιμ’ τ’ αδερφόπον.
Ένα ημέραν ακούω κούζ’νε: «Σαντέτ’σα Ειρήνη! Τσακαλέτ’σα Ειρήνη!». Λέγω, ατοίν γιατ’ εμέν’ έρθανε.
Επήγα εύρατ’ς. Τερώ, δύ’ νομάτ’. Τον έναν έξερα τον ας ση Σαντάν, έτον Αβραάμ’ς, τη Λαμπίκονος τ’ Ασλάν’ αδερφός. Τσακαλέτες έτονε, εγνώρτσ’ στον. Με τ’ ατόν πα έν’ κι ένας φαντάρος.
-«Μαρία», λέει με, «αβούτος εν’ αδερφό σ’»
Έτον αδερφό μ’ ο Κώστης ο Χαχάμ’ς. Ατός όνταν έφυεν ση Ρουσίαν, ογώ ακόμαν σην κοιλίαν τη μάνας ιμ’ πα κι έμ’. Έρθεν ας ση Ρουσίαν σην Ελλάδαν κι εποίκεν τρία μήνας στρατιωτικόν, για τ’ ατό εφόρνεν στρατιωτικά. Έμαθεν ντο έρθα ας σην Τουρκίαν κι έρθεν να παίρ’ με.
Αδερφό μ’, άμα ογώ κι εγνωρίζω ατον. Λέγω γιαμ έν’ ξένος κι εφτάγ’νε με έναν παγίδαν και πάγω χάμαι. Αρ’ εβασίστα σον Αβραάμ κι επήα με τ’ ατόν.
Επήεν εκαλάτσεψεν το φύλακαν, π’ερίαζε μας. Είπεν ατον αέτσ κι αέτσ, ογώ πα φαντάρος είμαι. Θα παίρω την αδελφή μ’ απ’ αδαπέσ’, ποίσον πως κι ελέπ’ς. Επεκαικά επαίρε μας – το χάταλον πα επαίραμε- κι επήαμε ση θείας ιμ’ τ’ Αντών τη Μυρίκας έμναμε..
Το πρωϊ επαίραμε το τρένον να έρχουμες σο χωρίον. Ας σο παράθυρον ετέρνα οξιωκά. Παντού ερημία. Και μιάρ’ κάτ’ έτον αβούτο τ’ αδακέσ’; Περισιανλούκ, καμμένον η Θεσσαλονίκη, τα τουβάρια μαύρα πίσσας, έναν μαγαζόπον μικρόν αδακά και έναν τεεε…. ακεκά ! Και μιάρ’ αέτσ’ έσανε τα χωρία;
Αρ’ έφτασαμε σο Γαλλικόν. Ας’ σο Γαλλικόν έρθεν επαίρε μας ο Θεόφιλον τ’ Ασλάν με τ’
έναν γάιδιαρον. Θα κοβαλούν την προίκα μ! Όνταν είδα τον, ησύχασα. Εγνώρτσ’ ατον, είπα «Δόξασι ο Θεός». Αρ’ εθέκαμε απάν’ τα τσιούλια μ’, ήντιαν είχαμε, κι έρθαμε αδαπάν’ ση Ραχμαλή.”2
Ήταν χιλιάδες Τούρκοι της Νίκαιας, και όλης της περιφέρειας τού Καραμουσλάρ, της Λεύκας, του Αϊνεγκιόλ. Είχαν έρθει ακόμη Τούρκοι απο τη Σαπάντζα και το Ατά Παζάρ για να μας κλέψουν, για να μας σφάξουν, για να ατιμάσουν τις γυναίκες μας. Ο Ντζεμάλ, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί τους οδηγούσαν στην αρπαγή. Μας είχαν βγάλει από τα σπίτια , τα υπόγεια και τις τρύπες, και φύλαγαν τις θύρες του φρουρίου, πού βρίσκεται μέσα στην κτισμένη Νίκαια για να μην μπορέσει να βγει και να γλυτώσει κανένας χριστιανός. Εν το μεταξύ, είχαν βάλει πολλούς άνδρες και γυναίκες μέσα στην μεγάλη μαρμαρένια εκκλησία της Παναγίας, όπου έγινε η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, και τούς έσφαξαν λιανίζοντας τους. Ο Ντζεμάλ διέταξε το δικό μας τμήμα να το πάνε πρός την πύλη της Λεύκας… Ο κόσμος έκλαιγε και φώναζε…πέντε άνδρες κόψαμε το σχοινί πού ήμασταν δεμένοι με τα δόντια μας και φύγαμε. Οι Τούρκοι πρόφτασαν και σκότωσαν τούς συντρόφους μου. Εγώ έτρεχα γρήγορα και οι σφαίρες σφύριζαν στα αυτιά μου.. Έπεσα κάτω και κρύφτηκα σ’ ένα θάμνο…Κάτω από το θάμνο, μαζεμένος, έβλεπα τη μεγάλη σφαγή πού άρχισε να γίνεται μέσα στο ωχρό φεγγάρι. Τούς άνδρες τούς έσφαζαν με μεγάλες μαχαιριές και τούς πελεκούσαν. Τις γυναίκες από έξι χρονών κοριτσάκια έως και τις γριές τις ατίμαζαν και τις έσφαζαν… Έβαλα πολύ χώμα στ’ αυτιά μου για να μην ακούω. Έως το μεσημέρι ατίμαζαν και ατίμαζαν και έκαναν τα κρέατα μικρά κομματάκια, και ύστερα έφεραν κάρα και μάζευαν τις σάρκες.
Από την δική μου οικογένεια έσφαξαν τη γυναίκα μου Όλγα, τη μητέρα μου Σοφία, τον αδελφό μου Κώστα, την κόρη μου Σοφία. Άλλους δεν είχα..Έμεινα στο θάμνο μου όλο το απόγευμα και τη νύχτα βγήκα..”3” Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπά-Γιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε.480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.
Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Ανοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους: Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.)
Ηταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό….Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπά-Γιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο…38 ψυχές.”4” Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν..”5
“Επήεν να δεαβαίν’ ο νους ιμ’.Εκλίστα κά’ κι εφίλεσα τό χώμαν καί τα χορτάρεα.Εσ’κώθα έφυγα καί οπίσ’ άλλο ‘κι ετέρεσα.Τά δάκρεα μ’ ετσουρώθαν και η καρδία μ’ πολλά αιματώθεν.”6
Σημειώσεις
1Απόδοση στη νεοελληνική: Στό Ερζερούμ τραβήξαμε τα βάσανα της κόλασης. Κάθε μέρα βάσανα, κάθε μέρα πόνοι και πολλά λείψανα. Τα φτυάρια δούλευαν και άνοιγαν τάφους….Όσοι μπόρεσαν κι έφυγαν κρυφά, τρέξαν στα βουνά και γλύτωσαν το θάνατο, αλλά οι Τούρκοι γίνονταν ανήμερα θεριά. Επέδραμαν στα Ελληνικά χωριά, ανακάτωναν τα σπίτια κι έψαχναν να βρούν κρυμμένους φυγάδες. Σκότωναν τα αγόρια και ατίμαζαν τις γυναίκες και τα κορίτσια. Έπαιρναν ότι καλό εύρισκαν, έβαζαν φωτιά και έκαιγαν τα σπίτια.Όποιος δεν πήγε στον Τουρκικό στρατό και στις εξορίες στο Ερζερούμ και αλλού, δεν μπορεί να καταλάβει τι ήταν τα “Αμελέ Ταπουρού” (“Τάγματα Εργασίας).
Ο παπούς μου Γιάννης Πεϊμανίδης, για τα τάγματα θανάτου.Από τη σελίδα ”Ου παντός πλειν ες Πόντον”,του ιατρού Γιώργου Πολυχρονίδη.
2 Μαρτυρία της Μαρίας Κωνσταντινίδου, 25 Μαη 2005.
Η Κωνσταντινίδου Μαρία του Στυλιανού (η Στυλάβα), γεννήθηκε το 1904 στην ενορία Τσακαλάντων. Γονείς της ήταν ο Αβραάμ Χωλίδης και η Βαρβάρα Πιπερίδου. Γύρω στο 1908 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Κούχλα της Γεμουράς. Παντρεύτηκε τον Στυλιανό-Στύλο Κωνσταντινίδη από τη Χότσ’ της Τραπεζούντας, με τον οποίο απέκτησε ένα κοριτσάκι που πέθανε στον Πόντο. Με την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Τραπεζούντα η οικογένεια κατέφυγε στον Καύκασο, αλλά λίγους μήνες μετά επέστρεψε στον Πόντο. Ο Στυλιανός Κωνσταντινίδης κατατάχθηκε στον τουρκικό στρατό, απ’ όπου δραπέτευσε και κατέφυγε στα βουνά της Σαντάς με τους αντάρτες, ενώ η γυναίκα του παρέμεινε στη Χότσ’ με του γονείς του. Το 1923-1924 αναχώρησε με τα πεθερικά της για την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής τους στην Τούζλα της Κωνσταντινούπολης πέθανε και το δεύτερο παιδί τους, που είχε γεννηθεί λίγους μήνες νωρίτερα στη Χότσ’. Η Μαρία Κωνσταντινίδου, η «Στυλάβα», ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Νέα Σάντα Κιλκίς δίπλα στα αδέρφια της, όπου τη συνάντησε μετά από λίγους μήνες ο σύζυγός της, που ήρθε από την Τουρκία. Στην Ελλάδα απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Η Μαρία Κωνσταντινίδου πέθανε στη Νέα Σάντα Κιλκίς το 2007 σε ηλικία 103 ετών.
3 Αφήγηση του Στάθη Λολοσίδη, από το βιβλίο ”Οι τελευταίες μέρες της Νίκαιας”
4 Από το βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη ‘Η ΤΑΜΑΜΑ», στο οποίο ξετυλίγεται η αληθινή ιστορία μιας μικρής Ελληνοπούλας, κόρης του Παπά-Γιάννη από το χωριό Εσπιε του Πόντου
5 Ο Χάρης Τσιρκινίδης αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη στο βιβλίο ”Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου”
6 Απόδοση στη νεοελληνική: “Τό μυαλό μου πήγε να φύγει.Έσκυψα κάτω καί φίλησα τό χώμα και τα χορτάρια.Σηκώθηκα έφυγα και πίσω δεν ξανακοίταξα.Τά δάκρια μου στέρεψαν και η καρδιά μου μάτωσε πολύ.” Από τη σελίδα ”Ου παντός πλειν ες Πόντον”,vripolidis8.blogspot
Πόντος έν’ άστρον φωτεινόν, Κώστας Μαυρόπουλος
Ου παντός πλειν ες Πόντον blog
Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Φωτιάδης Κωνσταντίνος Ε, Το ποντιακό ζήτημα και η 19η Μαΐου : Εκείθεν και εντεύθεν του Αιγαίου / Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Ευάγγελος Τσιανάκας. – Θεσσαλονίκη : Σταμούλης Αντ., 2015.
– Φωτιάδης, Κωνσταντίνος Ε., 1948-. Θα παραμείνουμε απαθείς; : Το μαρτύριο του Πόντου και η διεθνής κοινή γνώμη / Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Γεώργιος Μουστάκης. – Θεσσαλονίκη : Σταμούλης Αντ., 2015.
– Φωτιάδης, Κωνσταντίνος Ε., 1948-. Μνήμη μου σε λένε Χρύσανθο : Η ζωή και το έργο του Χρύσανθου Θεοδωρίδη / Κωνσταντίνος Φωτιάδης. – Θεσσαλονίκη : Σταμούλης Αντ., 2015.
– Φωτιάδης, Κωνσταντίνος Ε., 1948-. Εκπαίδευση και πολιτισμός στις Ελληνικές κοινότητες της Τσαρικής Ρωσίας ως το 1920 / Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Σοφία Ηλιάδου – Τάχου. – Θεσσαλονίκη : Κυριακίδη Αφοί, 2013.
– Φωτιάδης, Κωνσταντίνος Ε., 1948-. Πόντος : Δικαίωμα στη μνήμη / Κωνσταντίνος Φωτιάδης. – 1η έκδ. – Θεσσαλονίκη : Ζήτρος, Μίλητος, 2010
– Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, επιμέλεια: Ηλίας Δ. Μάρκου
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2004
– Λαμψίδης Ο., Οι οικισμοί των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο το 1920, Αθήνα, εκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, 1980.
– Οι τελευταίες ημέρες της Νίκαιας, εκδόσεις Τραπεζούς
-Κωνσταντινίδου Κ., Πραγματεία περί Πόντου, Λόγος εκφωνηθείς εις το εν Μασσαλία Παμπόντιον Συνέδριον, Μασσσλία 1918. Λαζαρίδης Δ., «Η παιδεία στον Πόντο», Ιστορικά (109), 2001, 32-37.
– Ιστορικά (109), 2001, 22-25.
ΤΗΛ : 2114003947
ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΩΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 18:00 ΜΕ 21:00
FACEBOOK Αιγαλεω Εσυ-Αιγαλεω
TWITTER ESY_AIGALEO
WEB RADIO ΑΘΗΝΑ13 ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ Ε.ΣΥ ΑΙΓΑΛΕΩ
TWITCH TV ESY_AIGALEO
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ
ΕΚΠΡΟΣΩΠΙΣΗΣ
ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
<<ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ>>
0 Σχόλια